- οσφυοποίηση
- ηιατρ. ιδιοσυστασιακή ανωμαλία τής οσφυοϊεράς μοίρας τής σπονδυλικής στήλης, που χαρακτηρίζεται από διαφοροποίηση τού πρώτου ιερού σπονδύλου, ο οποίος καθίσταται αυτοτελής και όμοιος με τον πέμπτο οσφυϊκό σπόνδυλο, γεγονός που διαταράσσει τη στατική τής σπονδυλικής στήλης και μπορεί να προκαλέσει οσφυαλγίες ή ισχιαλγίες.
Dictionary of Greek. 2013.